- ἀδυνάστευτος
- ἀ-δυνάστευτος, unbeherrscht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδυνάστευτος — η, ο (Μ ἀδυνάστευτος, ον) [δυναστεύω] αυτός που δεν δυναστεύεται, ο πολιτικά ή ψυχικά ελεύθερος νεοελλ. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, ο φιλελεύθερος … Dictionary of Greek
αδυνάστευτος — η, ο αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, αδούλωτος: Είχε δείξει πολλές φορές πως ήταν λαός αδυνάστευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)